- ἁδύπνοος
- ᾱδύπνοος, -ον1 breathing sweetness, delightful to hear
Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22
ἁδᾰπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (sc. κάρυκες.) I. 2.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22
ἁδᾰπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (sc. κάρυκες.) I. 2.25Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁδύπνοος — ἁ̱δύπνοος , ἡδύπνοος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… … Dictionary of Greek